-
1 πέτρος
A stone (distd. from πέτρα, q. v.); in Hom., used by warriors,λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Il.16.734
;βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ 7.270
, cf. 20.288, E.Andr. 1128 (never in Od.);ἔδικε πέτρῳ Pi.O.10(11).72
;ἄγαλμ' Ἀΐδα ξεστὸν π. ἔμβαλον στέρνῳ Id.N.10.67
;νιφάδι γογγύλων πέτρων A.Fr.199.7
;ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο Id.Pers. 460
;λευσθῆναι πέτροις S.OC 435
;πέτρους ἐπεκυλίνδουν X.HG3.5.20
, etc.; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων, to produce fire, S.Ph. 296; of a boulder forming a landmark, Id.OC 1595;τόνδ' ἀνέθηκα π. ἀειράμενος IG42(1).125
(Epid., iii B. C.).2 prov., πάντα κινῆσαι πέτρον 'leave no stone unturned', E.Heracl. 1002, cf. Pl.Lg. 843a; of imperturbability, , cf. E.Med.28. -
2 ἐπι-κυλινδέω
ἐπι-κυλινδέω, darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3.
См. также в других словарях:
επικυλινδώ — ἐπικυλινδῶ, έω (Α) [κυλινδώ] 1. κυλώ κάτι πάνω σε κάποιον («επί τοὺς λοιπούς ἐπεκυλίνδουν πέτρους», Ξεν.) 2. παθ. ἐπικυλινδοῡμαι, έομαι (για τόκους) συσσωρεύομαι 3. παθ. α) εφαρμάζομαι κάπου με περιστροφή, με περιτύλιγμα β) εκφυλίζομαι γ)… … Dictionary of Greek